Νόρφολκ, νήσος — (Norfolk). Νησί (35 τ. χλμ.) στον Ειρηνικό ωκεανό, στη μέση της απόστασης μεταξύ της Νέας Καληδονίας και της Νέας Ζηλανδίας, που αποτελεί εξωτερικό έδαφος της Αυστραλίας. Έχει περίπου 2.285 κάτ και πρωτεύουσά της είναι η Κίνγκστον. Oι κάτοικοί… … Dictionary of Greek
ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… … Dictionary of Greek
Αικατερίνη — I Όνομα αγίων της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Α. της Μπολόνια (1413 – 1463). Γεννήθηκε στην Μπολόνια, ανατράφηκε όμως στη Φεράρα. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο μοναχικό τάγμα της Αγίας Κλάρας. Το 1457 έγινε ηγουμένη της μονής του τάγματος αυτού… … Dictionary of Greek
Βίνσεντ, Τζιν — (Gene Vincent, Νόρφολκ, Βιρτζίνια 1935 – Νιούχολ, Καλιφόρνια 1970). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού τραγουδιστή Βίνσεντ Γιουτζίν Κράντοκ (Vincent Eugene Craddock). Πρωτοπόρος του ροκ εν ρολ, με ένα και μόνο τραγούδι του, το Be Bop A Lula,… … Dictionary of Greek
Βιρτζίνια — (Virginia). Πολιτεία (105.586 τ. χλμ., 7.187.734 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας. Βρέχεται Α από τον Ατλαντικό ωκεανό, που σχηματίζει τον κόλπο Τσέζαπικ, και συνορεύει ΒΑ με την πολιτεία Μέριλαντ και την ομόσπονδη… … Dictionary of Greek
Γουόλπολ, Ρόμπερτ — (Sir Robert Walpole, Χάουτον, Νόρφολκ 1676 – Λονδίνο 1745). Άγγλος πολιτικός. Αρχηγός του κόμματος των Γουίγκς, υπήρξε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας από το 1721 έως το 1742. Η διακυβέρνησή του, αν και χαρακτηρίστηκε από εκτεταμένη… … Dictionary of Greek
Κάρτερ, Χάουαρντ — (Howard Carter, Νόρφολκ 1873 – Λονδίνο 1939). Άγγλος αιγυπτιολόγος. Το 1891 πήρε μέρος σε αποστολή στην Αίγυπτο ως σχεδιογράφος και βοηθός στις ανασκαφές του Πέτρι στην Τελ ελ Αμάρνα και του Ναβίλ στην περιοχή του Τελ ελ Μπάχαρι (Λούξορ). Το 1899 … Dictionary of Greek
Κεντ, Γουίλιαμ — (William Κent, Γιορκσάιρ 1685 – Λονδίνο 1748). Άγγλος ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Σπούδασε στη Ρώμη κοντά στον μπαρόκ ζωγράφο και διακοσμητή Μπενεντέτο Λούτι και το 1719 επέστρεψε στην πατρίδα του. Ο κόμης του Μπέρλινγκτον τον βοήθησε και τον… … Dictionary of Greek
Κόουπερ, Γουίλιαμ — (William Cowper, Γκρέιτ Μπέρκχαμστεντ, Χερτφορντσάιρ 1731 – Ιστ Ντίρχαμ, Νόρφολκ 1800). Άγγλος ποιητής. Γιος προτεστάντη πάστορα, ο Κ. σπούδασε νομικά στο Λονδίνο και κατόπιν διορίστηκε στον δημόσιο τομέα. Το 1765, ύστερα από μια κρίση… … Dictionary of Greek
Νέλσον, Οράτιο — (Viscount Horatio Nelson, Μπέρναμ Θορπ, Νόρφολκ 1758 – Τραφάλγκαρ 1805). Άγγλος ναύαρχος. Έπειτα από πολλές ναυτικές περιπέτειες, απέκτησε δόξα στους πολέμους εναντίον της επαναστατικής και ναπολεόντειας Γαλλίας. Διακρίθηκε στην κατάληψη της… … Dictionary of Greek