Νόρφολκ

Νόρφολκ
I
(Norfolk). Νησί (35 τ. χλμ.) στον Ειρηνικό ωκεανό, στη μέση της απόστασης μεταξύ της Νέας Καληδονίας και της Νέας Ζηλανδίας, που αποτελεί εξωτερικό έδαφος της Αυστραλίας.Oι κάτοικοί της είναι προτεστάντες, μιλούν την αγγλική γλώσσα.Το νησί ανακαλύφθηκε το 1774 από τον πλοίαρχο Κουκ και από το 1913 υπάγεται διοικητικά στην Αυστραλία. Mε νόμο του 1979 παραχωρήθηκαν διάφορες εξουσίες στη Συνέλευση του νησιού, η οποία αποτελείται από 98 μέλη.Το νησί είναι σκεπασμένο με πλούσια τροπική βλάστηση και το έδαφός του περιέχει μεγάλες ποσότητες βαλσάτη.Οι κάτοικοι καλλιεργούν μπανανιές, πορτοκαλιές και λεμονιές.
O τουρισμός είναι η βασική ασχολία των κατοίκων, οι οποίοι παραδοσιακά ήταν γεωργοί. H γεωργική παραγωγή περιλαμβάνει φρούτα, κηπευτικά, λουλούδια κ.ά.
Ο ποταμός Μπένφορντ στο Νόρφολκ (Αγγλία).
II
(Norfolk). Ονομασία δύο πόλεων των ΗΠΑ.
1. Πόλη (245.300 κάτ. το 2003) στην πολιτεία της Βιρτζίνια. Το λιμάνι της είναι ένα από τα μεγαλύτερα της χώρας. Έχει ανθηρή βιομηχανία - κυρίως κατεργασίας πετρελαίου - καθώς και ναυπηγεία. Ιδρύθηκε το 1682 και εξελίχθηκε γρήγορα σε βιομηχανικό κέντρο.
2. Πόλη (23.600 κάτ. το 2003) στην πολιτεία της Νεμπράσκα. Είναι αξιόλογος σιδηροδρομικός κόμβος και κέντρο πλούσιας αγροτικής περιοχής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Νόρφολκ, νήσος — (Norfolk). Νησί (35 τ. χλμ.) στον Ειρηνικό ωκεανό, στη μέση της απόστασης μεταξύ της Νέας Καληδονίας και της Νέας Ζηλανδίας, που αποτελεί εξωτερικό έδαφος της Αυστραλίας. Έχει περίπου 2.285 κάτ και πρωτεύουσά της είναι η Κίνγκστον. Oι κάτοικοί… …   Dictionary of Greek

  • ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… …   Dictionary of Greek

  • Αικατερίνη — I Όνομα αγίων της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Α. της Μπολόνια (1413 – 1463). Γεννήθηκε στην Μπολόνια, ανατράφηκε όμως στη Φεράρα. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο μοναχικό τάγμα της Αγίας Κλάρας. Το 1457 έγινε ηγουμένη της μονής του τάγματος αυτού… …   Dictionary of Greek

  • Βίνσεντ, Τζιν — (Gene Vincent, Νόρφολκ, Βιρτζίνια 1935 – Νιούχολ, Καλιφόρνια 1970). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού τραγουδιστή Βίνσεντ Γιουτζίν Κράντοκ (Vincent Eugene Craddock). Πρωτοπόρος του ροκ εν ρολ, με ένα και μόνο τραγούδι του, το Be Bop A Lula,… …   Dictionary of Greek

  • Βιρτζίνια — (Virginia). Πολιτεία (105.586 τ. χλμ., 7.187.734 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας. Βρέχεται Α από τον Ατλαντικό ωκεανό, που σχηματίζει τον κόλπο Τσέζαπικ, και συνορεύει ΒΑ με την πολιτεία Μέριλαντ και την ομόσπονδη… …   Dictionary of Greek

  • Γουόλπολ, Ρόμπερτ — (Sir Robert Walpole, Χάουτον, Νόρφολκ 1676 – Λονδίνο 1745). Άγγλος πολιτικός. Αρχηγός του κόμματος των Γουίγκς, υπήρξε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας από το 1721 έως το 1742. Η διακυβέρνησή του, αν και χαρακτηρίστηκε από εκτεταμένη… …   Dictionary of Greek

  • Κάρτερ, Χάουαρντ — (Howard Carter, Νόρφολκ 1873 – Λονδίνο 1939). Άγγλος αιγυπτιολόγος. Το 1891 πήρε μέρος σε αποστολή στην Αίγυπτο ως σχεδιογράφος και βοηθός στις ανασκαφές του Πέτρι στην Τελ ελ Αμάρνα και του Ναβίλ στην περιοχή του Τελ ελ Μπάχαρι (Λούξορ). Το 1899 …   Dictionary of Greek

  • Κεντ, Γουίλιαμ — (William Κent, Γιορκσάιρ 1685 – Λονδίνο 1748). Άγγλος ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Σπούδασε στη Ρώμη κοντά στον μπαρόκ ζωγράφο και διακοσμητή Μπενεντέτο Λούτι και το 1719 επέστρεψε στην πατρίδα του. Ο κόμης του Μπέρλινγκτον τον βοήθησε και τον… …   Dictionary of Greek

  • Κόουπερ, Γουίλιαμ — (William Cowper, Γκρέιτ Μπέρκχαμστεντ, Χερτφορντσάιρ 1731 – Ιστ Ντίρχαμ, Νόρφολκ 1800). Άγγλος ποιητής. Γιος προτεστάντη πάστορα, ο Κ. σπούδασε νομικά στο Λονδίνο και κατόπιν διορίστηκε στον δημόσιο τομέα. Το 1765, ύστερα από μια κρίση… …   Dictionary of Greek

  • Νέλσον, Οράτιο — (Viscount Horatio Nelson, Μπέρναμ Θορπ, Νόρφολκ 1758 – Τραφάλγκαρ 1805). Άγγλος ναύαρχος. Έπειτα από πολλές ναυτικές περιπέτειες, απέκτησε δόξα στους πολέμους εναντίον της επαναστατικής και ναπολεόντειας Γαλλίας. Διακρίθηκε στην κατάληψη της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”